- κερτομικός
- κερτομ-ικός, ή, όν,A jeering, Sch.Il.16.261. Adv. -κῶς ib.8.448.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερτομικός — κερτομικός, ή, όν (Α) [κερτόμος] εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... κερτομικώς (Α) με χλευαστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κερτομικά — κερτομικός jeering neut nom/voc/acc pl κερτομικά̱ , κερτομικός jeering fem nom/voc/acc dual κερτομικά̱ , κερτομικός jeering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομικοί — κερτομικός jeering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομική — κερτομικός jeering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομικῶς — κερτομικός jeering adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)